- νατιβισμός
- ο1. (κοινων.) κίνημα που αναπτύσσεται μέσα στις κοινωνίες με σκοπό την εκ νέου καθιέρωση αυτόχθονων πολιτιστικών συνθηκών, σε αντίδραση προς τις πιέσεις τής ξενικής πολιτιστικής διείσδυσης2. (πολιτειολ.) πολιτική που ευνοεί τους αυτόχθονες κατοίκους μιας χώρας εις βάρος τών μεταναστών είτε γενικά είτε από ορισμένη χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nativism < αγγλ. native «αυτόχθονος, γηγενής», (< λατ. nativus < λατ. natus < nascor «γεννιέμαι») + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.